- στίβων
- στίβοςtrodden waymasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιβῶν — στῑβῶν , στίβη stipa fem gen pl στιβάζω tread upon fut part act masc voc sg στιβάζω tread upon fut part act neut nom/voc/acc sg στιβάζω tread upon fut part act masc nom sg (attic epic ionic) στιβέω tread pres part act masc nom sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek